- συνουσιαζόμενος
- συνουσιάζωkeep company withpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανδρογύναιος — ἀνδρογύναιος, ον (Μ) 1. ο παρά φύση συνουσιαζόμενος 2. (για ψυχή) ανδρός μαζί και γυναικός … Dictionary of Greek
ανδροκοίτης — ἀνδροκοίτης, ο (Μ) ο συνουσιαζόμενος με άνδρα, ο αρσενοκοίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κοίτης < κοίτη «κλίνη»] … Dictionary of Greek